Ωδή στην μάνα-γειτόνισσα
Σήμερα βρέθηκα να παίζω τον ρόλο της ηρωίδας που όλοι νομίζουν ότι είμαι. Η κοπέλα που με βοηθάει αρρώστησε, κι εκεί που δεν είχα βοήθεια, βρέθηκα να πρέπει να βοηθήσω κι από πάνω.
Ξύπνησα στις 5, ή μάλλον όχι, στις 4,30. Ο γιος μου ήθελε πιπί. Τι είναι ένα ξύπνημα έξτρα, μπροστά στα καθαρά σεντόνια που απλά θα πρέπει να ξαναστρωθούν; Ξαπλώσαμε στους καναπέδες, βάλαμε καρτούν, κι εκεί που πήγα να γείρω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, τσουπ 5 η ώρα ξύπνησε η κόρη. Μαμά, πιπί.
Μετά όλα μπαίνουν στον αυτόματο. Γάλα η κόρη, ντελάκτ με σοκολάτα, γάλα ο γιός, σε σκόνη, ένα μπιμπερό μικρό κι ένα μεγάλο (δεν σηκώνει συζήτηση, αυτή είναι η καθημερινή διαδικασία), τσάι στον μεγάλο.
Συνεχίζουμε με τους καθημερινούς καβγάδες, τι θα φορέσω σήμερα….και φυσικά ναι εδώ και λίγες βδομάδες αρχίζω να εκτιμώ την αξία της μαθητικής στολής. Όταν μετά από τουλάχιστον ένα τέταρτο καταφέρνω να ντύσω τα μικρά, αρχίζω τις φωνές για να ντυθεί ο μεγάλος, που ξέχασα να απλώσω τα ρούχα του στο κρεβάτι μια και την προηγούμενη νύχτα την είχα βγάλει στην πολυκλινική με την κοπέλα.
Σάντουιτς, νερά, βαλίτσες, όλα τα παιδιά στο αυτοκίνητο να πάρουμε τον μεγάλο στο σχολείο. Στάση για εφημερίδα στο περίπτερο για την μαμά που παθαίνει στερητικό σύνδρομο αν δεν της αγοράσουμε τον «Φιλελεύθερο», κι αρχίζει το τραγούδι….Μάμμαααααααααααααα πιπίιιιιιιιιιι…Και ξανά από την αρχή στο σπίτι, μην τα κάνουν στο αυτοκίνητο μέχρι να φτάσουμε στο νηπιαγωγείο.
Φτάνουμε στο νηπιαγωγείο, άλλα δέκα λεπτά φιλιά και ξανά φιλιά για να με κρατήσουν εκεί όσο πιο πολύ μπορούν, και να μου δημιουργούν τις χίλιες δύο ενοχές που δεν τα αφήνω σπίτι μαζί μου.
Κι εκεί πια μπαίνουμε στο Μέρος β’. Στο δρόμο περνώ από το ακτινολογικό να κανονίσω το ραντεβού της κοπέλας, γυρνώ σπίτι να της δώσω παυσίπονα, να την ενημερώσω για την διαδικασία, και να καθησυχάσω την μάνα μου που δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ από την έννοια της.
Σούπερ μάρκετ. Χμμμμμ…..λουβί φρέσκο (ή όπως θα πρέπει να το πω σε ‘ορθά ελληνικά’ φασολάκι μαυρομάτικο), αλλά δίπλα με φλέρταραν και κάτι μπάμιες. Χρόνια είχα να τις μαγειρέψω. Πως μου ‘ρθε τέτοια μέρα να μαγειρέψω και δύο φαγητά!!!!!!!!
Σπίτι, ξεκινώ το μαγείρεμα. Το λουβί στην κατσαρόλα, οι μπάμιες όμως; Άντε στο ιντερνετ, να ψάξω κάποια συνταγή που να μπορώ να προσαρμόσω με τις οδηγίες του Slimming world, γιατί εκτός από μαμά, πρέπει να είμαι και μια όμορφη μαμά…..το παράκανα με το φαγητό τελευταία, επιτέλους καιρός ήταν να βάλω φρένο.
Μια γρήγορη «ματιά» στα υπνοδωμάτια, ούτε για σκούπισμα δεν είχα χρόνο, και χτυπάει το κουδούνι…..επέστρεψε επιτέλους το λαπτοπ μου που πήγε για επισκευή και δεν μπόρεσα να γράψω και κάτι αυτές τις μέρες.
Πλυντήριο ρούχων, καθάρισμα της κουζίνας, σφουγγάρισμα….Σφουγγάρισμα; Η καινούργια σφουγγαρίστρα που αγόρασα σε μια προσπάθεια να κάνω το σπιτι να μοιάζει πιο καθαρό που πήγε; Τηλεφωνώ….δεν πεταξε ακόμα την παλιά….(ούτε αυτό δεν ξέρω για το σπίτι μου).
Τελοσπάντων μετά από όλα αυτά και άλλα τόσα που δεν πρόλαβα….κάθομαι επιτέλους να ρίξω μια ματιά στο λάπτοπ που γέμισε με πολλά «αναβαθμισμένα καλούδια». Μου μένει λιγότερο από μία ώρα να γράψω κάτι, να ψάξω για φωτογραφίες, να ψάξω για άρθρα που μπορεί να ενδιαφέρουν εμένα και άλλες μανούλες…..μπαααααααααααααααα που να προλάβω.
Και στις μία η ώρα θα πρέπει να βρεθώ έξω από το δημοτικό της γειτονιάς, να φέρω στο σπίτι τον μεγάλο. Διάβασμα, φαί, να τρέξουμε στο νηπιαγωγείο για τα μικρά, ώστε στις 4 να μπορέσω να πάω την κοπέλα στο ακτινολογικό. Μέχρι τις 5 θα πρέπει να έχω τελειώσει και να είναι ο μεγάλος στο καράτε, με την στολή καθαρή….σιδερωμένη…ωωωωωωωωωωωωωωωωωωχ κι ούτε ξέρω που βρίσκεται.
Και καθώς περνούν όλα αυτά από το κεφάλι μου, ο νους μου πάει στην γειτόνισσα. Καλή μου κυρία Άννα……. Στις 8-9 το πρωί το αργότερο ήταν έξω από το σπίτι με την σκούπα στο χέρι, να σκουπίζει το πεζοδρόμιο και τον δρόμο. Κι εκτός από αυτό, ήταν και ντυμένη χτενισμένη και το κοκκινάδι στα χείλη. Ήταν έτοιμη γιατί σύντομα άρχιζε το δικό της Μέρος β’. Καφεδάκι στο σπίτι της μιας ή άλλης γειτόνισσας. Και το καφεδάκι φυσικά συνοδευόταν από τις σπιτικές κρέμες, τα κέικ, τα μπισκότα.
Είχε κι αυτή τρία παιδιά. Κι όμως μια χαρά τα κατάφερνε. Όπως τα κατάφερναν μια χαρά και οι υπόλοιπες γειτόνισσες. Ήταν άλλες οι εποχές. Ήταν οι εποχές όπου μπορούσαμε σαν παιδιά να περπατήσουμε στο σχολείο χωρίς να χρειαζόμαστε συνοδεία. Ήταν οι εποχές που τρέχαμε και παίζαμε στους δρόμους, και δεν χρειαζόμασταν το καράτε, την ακαδημία ποδοσφαίρου ή την ρυθμική γυμναστική για να εκτονωθούμε. Τρέχαμε στον δρόμο, παίζαμε ποδόσφαιρο, σκατούλικα (μην το γκουγκλάρετε δεν βγάζει το σωστό παιχνίδι), και μπορούσαμε να τρέξουμε στο ‘μπακάλικο’ της γειτονιάς για να φέρουμε κάτι στην μαμά ή την γιαγιά που ξέχασε να αγοράσει το πρωί.
Και πίσω στην πραγματικότητα, κάθομαι στο λάπτοπ να γράψω, και κολλάει από την κούραση το δάχτυλο στο πλήτρο, κι αντί για ‘η’ γράφει ‘ηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηη’, και μου παίρνει και διπλάσια ώρα να τελειωσω αυτό που γράφω. (και διερωτούμαι αν είχαν δίκιο οι νοσοκόμες που με κουτσομπόλευαν στο νοσοκομείο όταν μείναμε μια νύχτα μέσα με τον μικρό….τι τα θελε στην ηλικία της τα παιδιά, το καθετί στον καιρό του κλπ κλπ).
Και πάλι δεν τα βάζω κάτω. Το αγόρασα το κοκκινάδι, και θα το φορώ κάθε πρωί κυρία Άννα προς τιμήν σου, και θα περάσω κι όλας μια μέρα να καθίσω να πιούμε εκείνο τον καφέ. Ένα πρωί που θα έχω τελειώσει με τα σχολεία, θα έχω τελειώσει με το φαγητό, θα έχω ποστάρει από το βράδυ το άρθρο μου. Ένα πρωί που θα θελήσω να νιώσω κι εγώ σαν ‘νοικοκυρά’. Θα είναι το πρωί, που επιτέλους ο τίτλος της “ηρωίδας τρίτεκνης μάνας” θα μου αξίζει πραγματικά.