Φροντίζω ή τιμωρώ όταν βάζω όρια στο παιδί;

1 Μαρτίου 2017
Δεν υπάρχουν Σχόλια

Τα παιδιά, από τη νηπιακή ακόμη ηλικία χρειάζεται να μάθουν να ελέγχουν τη συμπεριφορά τους και να τηρούν ορισμένους κανόνες, ώστε να προστατεύουν τον εαυτό τους, αλλά και να μπορούν να συμβιώνουν με άλλους ανθρώπους.

 

Η σημασία της οριοθέτησης για την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού.

 

Ένα παιδί χωρίς όρια μπερδεύεται, αποσυντονίζεται, νιώθει φόβο και ανασφάλεια. Η αυταρχικότητα, από την άλλη πλευρά το εμποδίζει να εκφράσει τα συναισθήματα του και να αναπτυχθεί ψυχικά. Η οριοθέτηση παρέχει στο παιδί ένα ασφαλές πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορέσει να αναπτύξει το δυναμικό του. Νιθει ότι ο κόσμος του είναι στέρεος και ασφαλής. Αντιλαμβάνεται ότι οι γονείς και οι άνθρωποι που το φροντίζουν είναι ικανοί να το προστατεύσουν, να αναλάβουν την ευθύνη για τη ζωή του, να το εμπεριέξουν. Να αντέξουν ,δηλαδή, το κλάμα, τη γκρίνια, την επιθετικότητά του και να τα νοηματοδοτήσουν.

 

Το παιδί μεγαλώνει, αναπτύσσεται ψυχικά και συναισθηματικά και μέσα από τη ματαίωση. Σταδιακά μαθαίνει ότι δεν μπορεί να έχει τα πάντα και πως η συμπεριφορά του έχει συνέπειες για το ίδιο και τους άλλους.

 

Τα όρια που τίθενται από τους γονείς αποτελούν το πρώτο βήμα, ώστε το παιδί να μπορέσει μεγαλώνοντας να αναπτύξει και εσωτερικά όρια, να είναι δηλαδη σε θέση να ελέγχει τον εαυτό του και τις παρορμήσεις του και να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του.

Κατά συνέπεια η οριοθέτηση συνιστά βασική φροντίδα προς το παιδί όταν εφαρμόζεται με σεβασμό στην προσωπικότητα και τις ανάγκες του και όχι τιμωρητικά. Ιδιαίτερη σημασία λοιπόν έχει ο τρόπος, το «πώς» οριοθετούμε ένα παιδί.

 

Πώς βάζουμε όρια;

 

Η νηπιακή ηλικία, εξαιτίας των ιδιαίτερων αναπτυξιακών χαρακτηριστικών της (νοητική και γλωσσική ανάπτυξη,ικανότητα κατηγοριοποίησης κ.τ.λ) είναι η κατάλληλη περίοδος που οι γονείς μπορούν και πρέπει να ξεκινήσουν να οριοθετούν το παιδί.

Η οριοθέτηση είναι πρώτα απ’όλα ζήτημα σχέσης γονέα- παιδιού κι όχι ένα πακέτο οδηγιών που πρέπει να εφαρμοστεί κατά γράμμα. Με άλλα λόγια στόχος του άρθρου δεν είναι να δώσει “συνταγές” αλλά ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές.

 

Τα όρια χρειάζεται να συμβαδίζουν με το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού και να προσαρμόζονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του.

 

Κρίνουμε τη συμπεριφορά και όχι το ίδιο το παιδί και διαφοροποιούμε το συναίσθημα από την πράξη. Δηλαδή, αναγνωρίζουμε , σεβόμαστε , αποδεχόμαστε όλα τα συναισθηματα, αλλά όχι και όλες τις συμπεριφορές. Και αυτό είναι κάτι που μπορούμε να πούμε ευθέως στο παιδί: πχ. ”Μπορείς να είσαι στενοχωρημένος, θυμωμένος όχι όμως να χτυπάς τους αλλους και να καταστρέφεις πράγματα”.

 

Συνέπεια- σταθερότητα- ευελιξία: Τα παιδιά κατανοούν και δέχονται τα όρια μόνο όταν αυτά είναι σαφή, σταθερά και προσαρμοσμένα στις ανάγκες τους.

 

Η επαφή με το παιδί είναι πολύ σημαντική κατά την οριοθέτηση. Χρειάζεται να είμαστε σοβαροί, σταθεροί, όσο το δυνατόν πιο ήρεμοι, να δίνουμε χώρο και χρόνο στην οριοθέτηση και να κοιτάμε το παιδί στα μάτια. Μιλάμε με λόγια απλά, σαφή, κατανοητά και λίγα. Η έκφραση και η στάση του σώματός μας να είναι σε συμφωνία με τα όσα λέμε. π.χ. Αν προσπαθήσουμε να οριοθετήσουμε ένα παιδί που εξφενδονίζει τα παιχνίδια του δεξιά και αριστερά, κάνοντας παράλληλα και άλλες δουλειές, δε θα έχουμε αποτέλεσμα.

 

Θέτουμε τα όρια εξαρχής και πρίν η κατάσταση ξεφύγει εκτός ελέγχου. Σε αντίθετη περίπτωση θα είναι μάλλον δύσκολο και για μας να “μαζέψουμε” την κατάσταση, αλλά και το παιδί θα είναι σε μεγάλη ένταση για να μας ακούσει. Παρόλα αυτά θα υπάρξουν και περιπτώσεις όπου τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ. Τότε είναι χρήσιμο εμείς ως ενήλικες να αποφεύγουμε τις άγονες αντιπαραθέσεις και να αναζητούμε τρόπους αποσυμπίεσης και εκτόνωσης της έντασης, αναγνωρίζοντας ότι το παιδί δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Απομάκρυνση από το πεδίο μάχης, χιούμορ, εμπλοκή σε κάποια άλλη δραστηριότητα είναι κάποιες πρακτικές που μπορεί να φανούν χρήσιμες.

 

Αρχή του εδώ και τώρα. Η επικοινωνία με το παιδί χρειάζεται να εστιάζεται στη δεδομένη χρονική στιγμή και στη συγκεκριμένη κατάσταση. Οι αναφορές στο παρελθόν, οι γενικεύσεις (πάντα τα ίδια έκανες..) και οι προφητείες για το μέλλον (δε θα αλλάξεις πότέ…) είναι συνήθως απαξιωτικές για το παιδί και καθόλου βοηθητικές στην επίλυση της κρίσης.

Οι συνέπειες να είναι άμεσες και σχετικές με ό,τι έγινε. Μια τιμωρία που έρχεται με χρονική καθυστέρηση ή που το περιεχόμενό της είναι άσχετο με το λόγο για τον οποίο επιβάλλεται μπερδεύει και θυμώνει, δε διαπαιδαγωγεί.

 

Σε μια ηλικία που τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού είναι ακόμη δυσδιάκριτα, οι απειλές και οι εκφοβισμοί μπορεί να έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα και να οδηγήσουν στην εδραίωση άγχους και φοβιών.

 

Τέλος, αν μια συμπεριφορά του παιδιού είναι ιδιαίτερα έντονη, επαναλαμβανόμενη, ασυνήθιστη, προκαλεί ανησυχία και δυσκολία στην οριοθέτηση καλό είναι να ζητείται η συμβουλή κάποιου ειδικού.

 

Ας έχουμε κατά νου ότι το παιδί μαθαίνει από αυτό που κάνουμε, όχι από αυτά που λέμε. Το προσωπικό παράδειγμα είναι εκείνο που μένει και εγγράφεται στο παιδί, που αποτελεί μοντελο συμπεριφοράς.

 

Κάτια Λαζάρου

 

Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – Προσωποκεντρική Θεραπεύτρια,

 

μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Συμβουλευτικής

Πηγή: https://www.epsychology.gr

Το διαβάσαμε στο politisonline.com