ΜΟΝΟ ΝΑ ΜΗ ΦΟΒΑΤΑΙ…

10 Ιουνίου 2016
Δεν υπάρχουν Σχόλια

11 ΛΕΠΤΑ ΠΡΙΝ

 

Έφτιαξε τη μακριά του φράντζα με τη βούρτσα. Φορέσε τα γυαλάκια του και κρέμασε την τσάντα του στην πλάτη.

 

-Γιατί κόντυνες απότομα μαμά; (με κοιτάει αφ’ υψηλού)

-Μήπως γιατί εσύ μεγάλωσες απότομα;

-Α, ναι, σωστά. Χαχαχαχααα… Σε πέρασα!

 

11 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ

 

-Ουαααααααααααααααααααααααααααααααααααά….

 

Το κλάμα του νεογνού στο υπερυψωμένο τροχήλατο φάϊμπεργκλας τάπερ, με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ο γλυκός ύπνος που κάνει μια γυναίκα όταν έχει στη σκέψη της μόνο τον εαυτό της δεν υφίσταται πια. Ο μικρούλης μου είναι μερικών ωρών, κι ακόμα δεν έχω πολυπάρει χαμπάρι ότι έχω γίνει μαμά.

 

Έρχονται οι συμπεθέρες να τον δουν. Μπαίνει κι η μαμά μου στο δωμάτιο:

 

-Δε μπορείς να φανταστείς τι έγινε!

-Τι έγινε μαμά;

-Είδα το Γιώργο Βογιατζή στο ασανσέρ!

-Αχ σοβαρά, λέει η πεθερά μου, τι ωραίος ηθοποιός!

-Ναι, κούκλος, μόνο που τον είδα ξαπλωμένο σε τροχήλατο φορείο τον άνθρωπο.

-Τι, εδώ; Στο μαιευτήριο; Τι ήρθε να κάνει; Να γεννήσει; Αχαχαχαχααα!

-Έχει γίνει και γενική κλινική τώρα Μίτση μου το Μητέρα, τη μαλώνει η μαμά μου.

-Αχ, τι έπαθε ο άνθρωπος στα καλά καθούμενα! Και τι θα γίνει τώρα με το σήριαλ;

-Άσ’τα, κι εγώ τρελλάθηκα, του κρατάω το χέρι και του λέω “κύριε Βογιατζή, τι πάθατε; Περαστικά σας εύχομαι.” “Σσσσσσστ, μη μιλάτε τώρα που φτάνουμε”, μου λέει, “καλά είμαι, γύρισμα έχουμε και μόλις βγούμε θα είναι οι κάμερες, πρέπει να δείχνω χάλια κι έτσι όπως πάμε θα βάλω τα γέλια!”

-Άντε, σοβαρά βρε Σουζάκι; Χαχαχαχαχα! Πες το και πήγα να σκάσω απ’τη στεναχώρια!

-Ναι Μίτση μου, που να στα λέω, κι εκεί που μας έπιασε νευρικό γέλιο, του λέω “η κόρη μου γέννησε, κι είναι θαυμάστριά σας” (σημειωτέον ότι δεν της είχα πει τίποτα τέτοιο, αλλά του το πέταξε ένιγουέϊ με δική της πρωτοβουλία), “μόλις τελειώσετε ελάτε να σας κεράσουμε. Έχουμε υπέροχα σοκολατάκια από το Αριστοκρατικόν και σαμπάνια.” Και γκλινγκ, βγαίνουμε στον όροφο. Ευτυχώς ήμουν περιποιημένη για να υποδεχθώ τον εγγονό μας, γιατί με πήρε κι εμένα λίγο το πλάνο. (Που να ήταν κι ο Παπακαλιάτης στο ασανσέρ, να πρέπει να είναι και η μάνα και η κόρη και η συμπεθέρα τζιτζί για παν ενδεχόμενο.)

 

-Βρε μαμά, τι του είπες του ανθρώπου; Είμαι τώρα για επισκέψεις σ’αυτή την κατάσταση;

 

-Έλα αγάπη μου, σιγά, δε θα’ρθει, θα είναι κουρασμένος από το γύρισμα, με καθησυχάζει η Σουζέτ.

 

(Ευτυχώς, γιατί εδώ που τα λέμε καμία επίσκεψη γοητευτικού ηθοποιού σε κανένα γυναικείο μυαλό, πόσο μάλλον στην πραγματικότητα, δεν περιλαμβάνει μαιευτήριο και σουτιέν θηλασμού Μάδερκεαρ. Συνήθως αυτά διαδραματίζονται σε μπουντουάρ με φωτισμό, ατμόσφαιρα και σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λίντς με Αζάν Προβοκατέρ τριών τετάρτων.)

 

Πίνουν τη Βεβ Κλικό οι συμπεθέρες, τρώνε και τα σοκολατάκια, πω πω χαρές, πω πω πως θα οδηγήσουμε έλα τσήαρς Σούζη μου, τσήαρς Μίτση μου, α έχω έρθει με ταξί, α κι εγώ τα ίδια, τέλεια, βάλε ένα ποτηράκι ακόμα! Αχαχαχαχα! (Εγώ τίποτα, ούτε γουλιά, δεν κάνει, λέει, αλκοόλ και θηλασμός.)

 

Βγάζουν δυο-τρία φιλμ με τις φωτογραφικές η κάθε μία, πίνουν κι άλλη σαμπάνια, τρώνε και το μισό κουτί με τα σοκολατάκια, και φεύγουν ίσα-ίσα για να προλάβουν το σήριαλ στο σπίτι.

 

Μένω μόνη με το μωρό. Το έχω στην αγκαλιά μου και το χαϊδεύω καθώς κοιμάται. Κοιτάζω τα χεράκια του, τα δαχτυλάκια του, τα πατουσίνια του και ξεχειλίζω από αγάπη κι ευγνωμοσύνη.

 

Χτυπάει η πόρτα. Η μαία θα είναι, σκέφτομαι. Δεν είναι όμως. Είναι ο Γιώργος Βογιατζής. Μπαίνει με αυτό το ειλικρινές και ζεστό χαμόγελο, με αυτή την ήρεμη δύναμη που είχε και στην ταινία του Τζεφιρέλι που τον πρωτοείδα. Εκπέμπει την ενέργεια που μόνο ένας άνθρωπος που έχει ζήσει πολλά και σε πολλά μέρη μπορεί να έχει, την απλότητα και το ακομπλεξάριστο, παρόλο που διαθέτει τη στόφα ενός μεγάλου ηθοποιού.

 

 

-Γεια σας, μου λέει, να σας ζήσει το μωρό. Μου πρότεινε η μητέρα σας να σας επισκευθώ.

 

-Σας ευχαριστώ πολύ, και για την επίσκεψη και για τις ευχές. Το εκτιμώ ιδιαιτέρως. Κάνατε αυτή την κίνηση για κάποιον άνθρωπο που δε γνωρίζετε, παρόλο που είναι αργά και θα είστε κουρασμένος. Να είστε καλά!

 

-Κι εσείς…

 

Πλησίασε σε μια απόσταση ασφαλείας και είδε το μωρό.

 

-Είναι πολύ όμορφο, μου είπε. Και φαίνεστε ευτυχισμένη. Να είστε πάντα έτσι, και να’ναι καλότυχο.

 

-Ευχαριστώ πολύ, του είπα, καθώς κίνησε να φύγει.

 

-Αντίο σας, χάρηκα πολύ, του είπα.

 

-Αντίο σας, μου χαμογέλασε κι έφυγε έτσι αθόρυβα, όπως μπήκε.

 

ΤΩΡΑ

 

Σε λίγες μέρες αυτό το μωρό τελειώνει το δημοτικό. Οι δάσκαλοι και οι δασκάλες του είναι πια κατά πολύ νεότεροί μας. Μεγάλωσε. Μεγαλώσαμε κι εμείς. Βλέπουμε τον κόσμο πια με τα γυαλιά της πρεσβιωπίας μέσα από την οθόνη μας, γιατί έχουμε περιοριστεί σε μια κοντόφθαλμη κοινωνία που ασφυκτιά καθημερινά.

 

Ζούσαμε κάποτε για το μέλλον, τότε που φαινόταν πολύ μακρινό, τότε που ο χρόνος μετριόταν σε γαλαξιακά έτη, τα καλοκαίρια, τα μπάνια και τα παγωτά ήταν ατελείωτα και το σημάδι από το μαγιό παρέμενε στο κορμί μας μέχρι τα Χριστούγεννα. Τότε θέλαμε κι εμείς να τελειώσουμε το σχολείο, να μεγαλώσουμε, ν’ ανοίξουμε τα φτερά μας και να πετάξουμε μακριά, πιο μακριά από τα summer schools, την Άκουαμαρίνα και τα κυκλαδίτικα νησιά. Ζήσαμε πολλά, αυτό είναι αλήθεια, σε πολλά και διάφορα μέρη. Νιώσαμε τον παλμό των πόλεων, περπατήσαμε πολλά χιλιόμετρα.

 

Μας αγκάλιασαν θάλασσες και πελάγη άγνωστα, αλλά τίποτα δε συγκρινόταν με τη θάλασσα τη δική μας κι αυτό το μπλέ που ξοδεύει ο θεός για να μην τον βλέπουμε, αυτό το φως το ελληνικό. Καμία γειτονιά δεν ήταν σαν αυτές τις παλιές με τις νερατζιές, κανένα σούπερ εξοπλισμένο σινεμά σαν αυτό το καλοκαιρινό με το αγιόκλιμα και το γιασεμί. Κανένα ζαχαροπλαστείο, κανένα Ανζελινά, κανένα Ζάχερ, δεν είχε το άρωμα του γλυκού πειρασμού και της σφολιάτας με το φρέσκο βούτυρο, κανένας φούρνος δε μύριζε γλυκοπατάτα και ψητό από τα ταψιά που πηγαινοέρχονταν με τα χέρια το Πάσχα στα πετρόχτιστα χωριουδάκια.

 

Μη βιάζεσαι αγόρι μου, θέλω να του πω. Απόλαυσε το ταξίδι, γιατί έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή κάθε ανθρώπου, που μοιραία κοιτάζει πίσω και βλέπει τα πράγματα που δεν έκανε. Τις ευκαιρίες που πέταξε. Αυτά που ντράπηκε να κυνηγήσει με το νεαρό της ηλικίας του. Τα λάθη που δεν έκανε. Το ακραίο που δε βίωσε. Το χρόνο που δε χασομέρησε. Τη δουλειά που ονειρεύτηκε πριν γίνει αυτό που έπρεπε να γίνει. Όλα αυτά που καταπίεσε προκειμένου να προχωρήσει στην πεπατημένη, που θα τον οδηγούσε στην ευμάρεια, ή έστω στην ψευδαίσθησή της. Και τότε έρχεται το απάτητο σοκάκι, που οδηγεί στην ευδαιμονία, ή έστω στην ψευδαίσθησή της. Εκείνη τη στιγμή, που το σοκάκι είναι η μόνη διέξοδος, εκεί που στρίβει από την πεπατημένη, είναι ικανός κανείς να τα τινάξει όλα στον αέρα, κι ας οδηγεί το σοκάκι σ’αδιέξοδο. Είναι ικανός να στριμωχτεί και να πονέσει, μόνο και μόνο για να αναιρέσει τον εαυτό του και ν’αποτινάξει τον πρότερο βίο του αυτοστιγμεί, σαν να μην ήταν ποτέ δικός του. Βρίσκεται ξαφνικά σε διλήμματα, σε πειρασμούς που αδυνατεί να απαρνηθεί αλλά και να αντέξει. Γίνεται κάποιος άλλος, πιο ανέμελος, πιο παιχνιδιάρης, αλλά είναι αργά. Μπορεί να μην είναι πια παιδί, αλλά στην πράξη δεν παύει ποτέ να είναι αυτός που πάντα ήταν. Τελικά, αγόρι μου, χρειάζεται να σπαταλήσει άπειρο χρόνο κανείς μόνος, αλλού αλλά και με άλλους, ίσως μια ζωή ολόκληρη, για να συνειδητοποιήσει πόση σημασία έχει να παραμένει ο εαυτός του.

 

Αλλά δε θα του πω τίποτα. Η εμπειρία δε μεταδίδεται. Μόνο να μη φοβάται. Να είναι αυτός που είναι εύχομαι, ένα σπάνιου χαρακτήρα παιδί, και να βρεθούν στο δρόμο του παιδιά που έζησαν την παιδικότητα όπως εκείνος, που έπαιξαν ατελείωτες ώρες με αυτοκινητάκια, τρενάκια και λέγκο, και που εισέπραξαν αγάπη άνευ όρων, για να μπορέσουν να τον εκτιμήσουν και να τον αγαπήσουν πραγματικά. Να κάνει φιλίες βαθιές και ουσιαστικές. Να είναι καλά, και να μην πολυπαίρνει τη ζωή και τον εαυτό του στα σοβαρά. Να ζήσει απλά, ουσιαστικά κι απενοχοποιημένα, και να κάνει μικρές ή μεγάλες κινήσεις ανθρωπιάς μέσα από την καρδιά του, για ανθρώπους που δε γνωρίζει και που δε θα το μάθουν ποτέ.

(Το πιο πάνω καταπληκτικό άρθρο ανακάλυψα στην ιστοσελίδα www.childit.gr  και το έγραψε η  Κατερίνα Καπογιαννοπούλου Αρβανίτη.   Την πρώτη φορά είχα βρει μόνο ένα απόσπασμα. Το διάβασα και γέλασα με την ψυχή μου. Αυτή τη φορά “κατά λάθος” το βρήκα ολόκληρο. Το διάβασα και συγκινήθηκα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που μέσα σε λίγες μέρες το βρήκα δύο φορές. Έπρεπε να το μοιραστώ)